μπάρμπας, ο, ουσ. [<ιταλ. barba]. 1. ο θείος από τον πατέρα ή τη μητέρα: «ήρθε ο μπάρμπας μου στο σπίτι και πρέπει να πάω να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή τον ξακουστό τον Παναή). 2. αναφορά σε ηλικιωμένο άντρα ή προσφώνηση σε ηλικιωμένο άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «μόλις δει κανέναν μπάρμπα, σηκώνεται και του προσφέρει τη θέση του || μπάρμπα, ποιο δρόμο πρέπει να πάρω για να πάω στην πλατεία Αριστοτέλους;». 3. συνθηματική αναφορά στον υπουργό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Μένιο Κουτσόγιωργα στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Υποκορ. μπαρμπούλης, ο·
- δώσ’ και σε μένα μπάρμπα ή δώσε και μένα μπάρμπα, έκφραση μικροπωλητή, με την οποία διαφημίζει το εμπόρευμά του και έχει την έννοια πως έχει τόσο καλό εμπόρευμα, που όλοι ζητούν να αγοράζουν από αυτό·
- έγινε δώσ’ και σε μένα μπάρμπα ή έγινε δώσε και μένα μπάρμα, (για υλικά αγαθά) υπήρξε μαζική ζήτηση: «μόλις ο υπεύθυνος του σούπερ μάρκετ ανήγγειλε απ’ τα μεγάφωνα την προσφορά στις τσιπούρες, έγινε δώσε και μένα μπάρμα»·
- έχει μπάρμπα στην Κορώνη, διαθέτει μεγάλα, ισχυρά μέσα: «όλες του τις δουλειές τις τελειώνει στα άψε σβήσε, γιατί έχει μπάρμπα στην Κορώνη»·
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, βλ. λ. Θεός·
- ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης.