μπάρα2, η, ουσ. [<ιταλ. barra]. 1. μοχλός για το κλείσιμο παράθυρου, ιδίως πόρτας, η αμπάρα: «μόλις μπήκε στην αυλή, έβαλε την μπάρα πίσω απ’ την πόρτα». 2. μακρόστενη σανίδα κατά μήκος του μπαρ, όπου οι πελάτες ακουμπούν τα ποτά τους: «οι μπάρα ήταν γεμάτη από τα ποτά των θαμώνων». 3. σιδερένια βέργα σε όλο το μήκος του πάγκου του μπαρ λίγο επάνω από τη βάση του για να ακουμπούν τα πόδια τους οι πελάτες, ιδίως αυτοί που πίνουν όρθιοι: «ακούμπησε το πόδι του στην μπάρα και παρήγγειλε το ποτό του». 4. σιδερένια ή ξύλινη βέργα που προεξέχει κατά μήκος του τοίχου όπου στηρίζονται οι χορευτές του μπαλέτου για να κάνουν διάφορες ασκήσεις: «μετά τις ασκήσεις στην μπάρα περάσαμε στο κέντρο της αίθουσας για να δοκιμάσουμε τη νέα χορογραφία». 5. οριζόντια σιδερένια βέργα πάνω σε δυο άλλες κάθετες (Π), από όπου κρεμιούνται με τα χέρια οι αθλητές για να γυμνάζονται ή για να κάνουν διάφορες ασκήσεις: «ήταν πριν από λίγο στην μπάρα κι έκανε διάφορες ασκήσεις». 6. το κύριο αθλητικό όργανο της άρσεως βαρών, που αποτελείται από μια οριζόντια σιδερένια βέργα, στις δυο άκρες της οποίας τοποθετούνται κυκλικές πλάκες για την αύξηση του βάρους που καλείται να σηκώσει ο αθλητής: «ο αθλητής έσφιξε με τα δυο του χέρια την μπάρα κι ετοιμάστηκε να εκτελέσει την τελευταία του προσπάθεια στα 120 κιλά». Παροιμιώδης έμεινε η προτρεπτική φρ. του προπονητή της ελληνικής εθνικής ομάδας άρσης βαρών Χρ. Ιακώβου προς τους Έλληνες αρσιβαρίστες: κάτσε κάτω απ’ την μπάρα, ενθαρρύνοντάς τους να μην εγκαταλείψουν κάτω από το βάρος των κιλών. Με τον καιρό η φράση αυτή έφτασε να σημαίνει, βάλε τα δυνατά σου, κάνε κουράγιο, άντεξε: «μην απελπίζεσαι, ρε φίλε, κάτσε κάτω απ’ την μπάρα λίγο ακόμη κι όλα θα περάσουν». 7. κάθετη ή πλάγια γραμμή που χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό των προτάσεων ή των λέξεων σε ένα γραπτό κείμενο: «η μπάρα άλλοτε είναι μονή ( | ) και άλλοτε διπλή ( || ). 8. (στη γλώσσα της αργκό από τα καλιαρντά) το μεγάλο πέος: «μαρτύρησε το γυναικάκι που πήγε μαζί του, γιατί της πέταξε τα μάτια απ’ όξω με την μπάρα που διαθέτει»·
- βάζω μπάρα, (στη γλώσσα των ηθοποιών) βλ. φρ. κάνω μπάρα·
- κάνω μπάρα, (στη γλώσσα των ηθοποιών) κόβω τις φράσεις μου, βάζω τελείες, κάνω παύση: «στο σημείο αυτό βάλε μπάρα κι ύστερα πάρ’ το όλο μέχρι το τέλος»·
- κατεβάζω μπάρα ή κατεβάζω μπάρες, α. κλείνω τις πόρτες του καταστήματός μου και διακόπτω τη λειτουργία του και, κατ’ επέκταση, χρεοκοπώ: «με τέτοια αναδουλειά, πώς να μην κατεβάσει μπάρα ο δύστυχος!». β. παύω να συμμετέχω κάπου ή σε κάτι: «εγώ κατέβασα μπάρες, παιδιά, γιατί νύσταξα, εσείς αν θέλετε συνεχίζετε». γ. κατεβάζω τα μούτρα μου, μουτρώνω: «τώρα αυτός γιατί κατέβασε ξαφνικά μπάρα, τι του είπαμε;».