μπαρ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. bar], το μπαρ. Υποκορ. μπαράκι, το·
- άνθρωπος του μπαρ, βλ. λ. άνθρωπος·
- γίναμε αμέρικαν μπαρ, βλ. φρ. το κάναμε αμέρικαν μπαρ·
- έγινε αμέρικαν μπαρ, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια, έγινε αμέρικαν μπαρ μέσ’ στο μαγαζί». Αναφορά στα μπαρ της αμερικάνικης Δύσης. Συνών. έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα γίνει αμέρικαν μπαρ, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία: «αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου τ’ όνομα της οικογένειάς μου, θα γίνει αμέρικαν μπαρ». Συνών. θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας·
- το κάναμε αμέρικαν μπαρ, συμπεριφερόμαστε αυθαίρετα, κάνει ο καθένας ό,τι θέλει,ιδίως σε ένα εργασιακό χώρο: «μέχρι να μας φέρουν καινούριο διευθυντή, το κάναμε αμέρικαν μπαρ στο εργοστάσιο»· βλ. και φρ. γίναμε Σικάγο ή το κάναμε Σικάγο, λ. Σικάγο·  
- φίλοι του μπαρ, λέγεται ειρωνικά για τις πρόσκαιρες και επιπόλαιες φιλίες που δημιουργούνται μέσα στο μπαρ: «καλοί είναι για παρέα οι φίλοι του μπαρ, αλλά μέσα σε λίγο καιρό ξεχνιούνται». Σε σπάνιες περιπτώσεις, έχουν αναπτυχθεί μέσα στα μπαρ μεγάλες και δυνατές φιλίες. Συνών. οι φίλοι της κούπας / οι φίλοι της ταβέρνας / οι φίλοι του καφενείου / οι φίλοι του ποτηριού.