μπαξές κ. μπαχτσές κ. μπαχτσιάς, ο, ουσ. [<τουρκ. bahçe], ο κήπος, το περιβόλι: «πίσω απ’ το σπίτι του έχει έναν μικρό μπαξέ όπου καλλιεργεί διάφορα ζαρζαβατικά». (Λαϊκό τραγούδι: θελησάνε για να μπούνε, στο μπαξέ μου για να δούνε, και μου κόψαν τις ριζούλες, που τις είχα από μικρούλες
- απ’ όλα έχει ο μπαξές, α. υπάρχει μεγάλη αφθονία, μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών: «αυτό που ψάχνεις θα το βρεις μόνο στο τάδε μαγαζί, γιατί απ’ όλα έχει ο μπαξές». β. (για κακόφημα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης) προσφέρεται πρόγραμμα με γυμνά (χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία) ή συχνάζουν θαμώνες κάθε λογής (πόρνες, ομοφυλόφιλοι, τραβεστί, ναρκομανείς): «αν θέλεις να πάρεις μια ιδέα πώς διασκεδάζουν οι περιθωριακοί της πόλης μας, να πας στο τάδε μαγαζί, όπου απ’ όλα έχει ο μπαξές». Συνών. απ’ όλα έχει το πανέρι·
- γκιουλ μπαξές, πολύ όμορφος κήπος από τριανταφυλλιές, πολύ όμορφο περιβόλι. (Δημοτικό τραγούδι: έσκυψε να πιει νερό μες τον γκιουλ μπαξέ κι εκεί μία σφαίρα τον ελάβωσε). Πρβλ.: ύπνε που παίρνεις τα παιδιά έλα πάρε και τούτο, να μου το πας στον γκιουλ μπαξέ και πάλι φέρε μου το, αχ νάνι (Νανούρισμα)·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. λ. καρδιά·
- είναι γκιουλ μπαξές, είναι εξαιρετικά ανοιχτόκαρδος, εξαιρετικά καλόκαρδος άνθρωπος: «γνώρισα πρόσφατα έναν τύπο, που είναι γκιουλ μπαξές». (Λαϊκό τραγούδι: ο Μάρκος είν’ ο γκιουλ μπαξές, ο Μπάτης είν’ η πούλια, ο Στράτος ο αυγερινός κι ο Ντίνος τα λουλούδια
- είναι λουλούδι του μπαξέ, βλ. λ. λουλούδι·
- είναι μπαξές, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «χαίρομαι να κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μπαξές»·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- λουλούδι του μπαξέ, βλ. λ. λουλούδι·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- όλα τα ’χει ο μπαξές, βλ. φρ. απ’ όλα έχει ο μπαξές.