μπάνκα κ. μπάγκα, η, ουσ. [<banca]. 1. η τράπεζα: «πετάχτηκε μέχρι την μπάνκα για να κάνει συνάλλαγμα». 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: «πόσα λεφτά υπάρχουν στην μπάνκα;». Συνών. αράπης (3β) / κάσα (4) / κουτί (2) / μάνα (3). 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαίγνιου) το αρχικό χρηματικό ποσό με το οποίο συμμετέχει ο κάθε παίχτης στο παιχνίδι: «πόσο πάει η μπάνκα;». Συνών. κάσα (5) / μάνα (4)·
- αβέρτα μπάνκα, βλ. λ. αβέρτα·
- είμαι μπάνκα ή είμαι στην μπάνκα, βλ. φρ. κάνω μπάνκα·
- έχω την μπάνκα, βλ. φρ. κάνω μπάνκα·
- κάνω μπάνκα ή κάνω την μπάγκα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παίζω διαδοχικά εναντίον όλων των παιχτών που κάθονται στο τραπέζι: «ποιος έχει σειρά να κάνει μπάνκα;»·
- τινάζω την μπάνκα στον αέρα, α. κερδίζω όλα τα χρήματα που διαθέτει το ταμείο μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης, ιδίως ενός καζίνου, παίζοντας χαρτιά ή συνηθέστερα ρουλέτα: «πρώτη φορά έπαιξε ρουλέτα στη ζωή του και τίναξε την μπάνκα στον αέρα». β. είμαι ο μοναδικός νικητής στο τζόκερ ή στο λότο και κερδίζω ιδιαίτερα μεγάλο ποσό: «ένας άγνωστος στις 10-7-2005 τίναξε την μπάνκα στον αέρα στο τζόκερ κερδίζοντας το αστρονομικό ποσό των έντεκα εκατομμυρίων ευρώ».