μπανιαρίζομαι, ρ. [<μπανιαρίζω], ασχολούμαι με την καθαριότητα του κορμιού μου, καθαρίζομαι κάνοντας μπάνιο: «μπανιαρίζομαι τρεις φορές τη βδομάδα».