άναυλος, -η, -ο, επίθ. [<α- στερητ. + ναύλος], άναυλος· που δεν πλήρωσε ναύλο: μπήκε κρυφά στο πλοίο κι ήρθε άναυλος». Επίρρ. άναυλα·
- έφυγε άναυλα ή έφυγε άναυλος, α. έφυγε κακήν κακώς, απομακρύνθηκε δια της βίας: «ο καινούριος διευθυντής ήταν πολύ αυταρχικός, γι’ αυτό έφυγε άναυλα απ’ τη διοίκηση του εργοστασίου». β. αναγκάστηκε, υποχρεώθηκε να φύγει: «μόλις τον πληροφόρησαν πως αρρώστησε ο πατέρας του, έφυγε άναυλα»·
- πήγε άναυλα ή πήγε άναυλος, σκοτώθηκε απρόσμενα, αναπάντεχα ή πέθανε (οπότε δε χρειάστηκε να πληρώσει ναύλα για το ταξίδι του στον άλλο κόσμο): «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του και κάποια μέρα πήγε άναυλα»·
- τον έδιωξε άναυλα ή τον έδιωξε άναυλο, βλ. φρ. τον ξαπόστειλε άναυλα·
- τον ξαπόστειλε άναυλα ή τον ξαπόστειλε άναυλο, α. τον έδιωξε, τον απομάκρυνε κακήν κακώς, δια της βίας: «μόλις έμαθαν για τις λοβιτούρες του, τον ξαπόστειλαν άναυλα απ’ τη δουλειά του». β. τον σκότωσε, τον δολοφόνησε: «έβγαλε το πιστόλι του και τον ξαπόστειλε άναυλα»·
- τον στέλνω άναυλα ή τον στέλνω άναυλο, α. τον σκοτώνω κατά λάθος: «καθώς καθάριζε την καραμπίνα του, πήρε φωτιά και τον έστειλε άναυλα τον άνθρωπο». β. (γενικά) τον σκοτώνω, τον φονεύω, τον δολοφονώ: «έπεσε πάνω στον άνθρωπο, γιατί δεν έπιασαν τα φρένα τ’ αυτοκινήτου του, και τον έστειλε άναυλα || του ’στησε καρτέρι στις ερημιές και τον έστειλε άναυλα»·
- χάθηκε άναυλα ή χάθηκε άναυλος, βλ. συνηθέστ. πήγε άναυλα.