μπάζα2,
τα, ουσ.
[<ιταλ. basa (= βάση, θεμέλια) <λατιν. basis <αρχ. βάσις]. 1. τα
άχρηστα υλικά που προέρχονται από κατεδάφιση οικοδομής (πέτρες, τούβλα, ξύλα) ή
από εκχωμάτωση: «για να προχωρήσει η δουλειά, πρέπει πρώτα να μαζέψουμε τα
μπάζα που υπάρχουν». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ακατέργαστο όπιο,
που είναι πολύ βλαπτικό: «είχε μια χούφτα μπάζα, αλλά μακριά από τέτοια
σκαρταδούρα». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) διάφορες ουσίες που
απομένουν στο κουταλάκι μετά το βράσιμο της ηρωίνης: «απ’ τα μπάζα που
απομένουν στο κουταλάκι καταλαβαίνει κανείς τι πράμα αγόρασε»·
- δεν
είναι ούτε για τα μπάζα, (στη νεοαργκό) επιτείνει την αμέσως παρακάτω φράση.
Συνών. δεν είναι ούτε για τα σκυλιά / δεν είναι ούτε για τα φίδια·
- είναι
για τα μπάζα, (στη νεοαργκό) έχει πολύ άσχημο παρουσιαστικό, είναι χαμηλής
κοινωνικής ή κακής οικονομικής κατάστασης, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον,
είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος τιποτένιος, είναι ανόητος, χαζός, άχρηστος:
«βρε, αυτός είναι για τα μπάζα, μ’ αυτόν θέλεις να κάνεις δουλειά; || αυτή
είναι όμορφη και μυαλωμένη γυναίκα, αλλά ο άντρας της είναι για τα μπάζα».
Συνών. είναι για τα σκυλιά / είναι για τα φίδια·
- ρίχνω
μπάζα, τρώω φαγητό σε μεγάλες ποσότητες, ιδίως σε περιπτώσεις μεγάλης
πείνας, που τη χορταίνω με πολύ και δυναμωτικό φαγητό: «πήγαμε στην τάδε
ταβέρνα και ρίξαμε γερά μπάζα || μην ανησυχείς για μένα που δεν τρώω, έχω ρίξει
προηγουμένως τα μπάζα μου». Από την εικόνα της οικοδομής, όπου τα μπάζα
στηρίζουν τη βάση της.