μπάγια, τα, ουσ. [<ιταλ. baia (= κόλπος, όρμος)], ιδίως εύχρ. στις φρ. είμαι στα μπάγια μου ή έρχομαι στα μπάγια μου, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παιχνιδιού που κέρδιζα ή έχανα, έρχομαι σε σημείο ούτε να κερδίζω ούτε να χάνω, είμαι με τα λεφτά που είχα όταν ξεκίνησα να παίζω: «όταν σταματήσαμε να παίζουμε, ήμουν στα μπάγια μου || για ένα διάστημα έχανα πολλά λεφτά, αλλά στο τέλος ήρθα στα μπάγια μου». Από την ηρεμία του παίχτη όταν έρχεται πάλι στα λεφτά του που παρομοιάζεται με την ασφάλεια του πλοίου όταν μπαίνει στον όρμο.