μουσκίδι, το, ουσ. [<μουσκεύω + κατάλ. -ίδι], το μούσκεμα·
- γίνομαι μουσκίδι, καταβρέχομαι: «καθώς ερχόμουν, μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο κι έγινα μουσκίδι». Συνών. γίνομαι κατσί / γίνομαι λούτσα / γίνομαι μούσκεμα / γίνομαι παπί·
- είμαι μουσκίδι, είμαι πολύ βρεγμένος: «είμαι μουσκίδι, γιατί μ’ έπιασε η βροχή στο δρόμο»·
- κάνω μουσκίδι (κάποιον ή κάτι), καταβρέχω κάποιον ή κάτι: «του ’φυγε ο κουβάς με το νερό απ’ τα χέρια κι έκανε μουσκίδι το παιδί»·
- τα κάνω μουσκίδι, χαλώ μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση, αποτυχαίνω εντελώς σε κάτι: «μια φορά σου ανέθεσα να μου τελειώσεις μια δουλειά και τα ’κανες μουσκίδι»·
- τον κάνω μουσκίδι, τον καταβρέχω: «πήρε το λάστιχο απ’ τον κήπο και τον έκανε μουσκίδι». Συνών. τον κάνω κατσί / τον κάνω λούτσα / τον κάνω μούσκεμα / τον κάνω παπί.