μουσική, η, ουσ. [<αρχ. μουσική (τέχνη), θηλ. του επιθ. μουσικός], η μουσική·
- καθένας ακούει τη δική του μουσική, καθένας ενεργεί ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντά του: «μην περιμένεις κοινό πνεύμα σ’ αυτή την παρέα, γιατί καθένας ακούει τη δική του μουσική»·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο.