μουρμού, η, ουσ. [ίσως από συγκοπή της λ. μουρμούρα], (στη γλώσσα της αργκό) η σιωπή·
- κάνω μουρμού, α. δε μιλώ, σωπαίνω: «όση ώρα θα μιλώ εγώ, εσύ θα κάνεις μουρμού». β. υποστηρίζω πως δεν ξέρω τίποτα για κάτι κακό που έγινε, προσποιούμαι τον ανήξερο: «μην κάνεις μουρμού, γιατί ξέρω καλά πως πήρες κι εσύ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά».