ανάστα, επίρρ. [προστ. αορ. του αρχ. ρ. ἀνίσταμαι]·
- γίνομαι ανάστα ή γίνομαι ανάστα ο Κύριος, συγχύζομαι, γίνομαι εκτός εαυτού: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, γίνομαι ανάστα»·
- έγινε ανάστα ή έγινε ανάστα ο Κύριος, α. δημιουργήθηκε πολλή ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισε να τραγουδάει η Χαρούλα Αλεξίου, έγινε ανάστα ο Κύριος, στο μαγαζί». Από το ότι, μόλις ο ιερέας αναφωνεί το Χριστός ανέστη! στην ακολουθία της Αναστάσεως, οι πιστοί καταλαμβάνονται από μεγάλη ευφορία. β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «μόλις πείραξαν τη γυναίκα του, έγινε ανάστα ο Κύριος μέσα στο μαγαζί». Η παρερμηνεία του ανάστα  (= ας εγερθεί) από το ότι, μόλις ο ιερέας αναφωνεί το Χριστός Ανέστη! στην ακολουθία της Αναστάσεως, οι πιστοί υποδέχονται το ευχάριστο νέο προκαλώντας μεγάλο θόρυβο με βαρελότα ή πυροβολισμούς. γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «ήταν τόσο σπουδαίο το ματς, που έγινε ανάστα ο Κύριος μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- είμαι ανάστα ή είμαι ανάστα ο Κύριος, είμαι πολύ συγχυσμένος, είμαι εκτός εαυτού: «τον είδα που ήταν ανάστα και δεν του είπα ούτε κουβέντα»·
- θα γίνει ανάστα ή θα γίνει ανάστα ο Κύριος, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον για επικείμενη αναταραχή ή φασαρία λόγω της απαράδεκτης διαγωγής του: «αν πιάσεις ξανά το όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα γίνει ανάστα». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο της τάδε, γιατί απ’ ό,τι ψιθυρίζεται θα γίνει ανάστα ο Κύριος». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- τα κάνω ανάστα ή τα κάνω ανάστα ο Κύριος, α. δημιουργώ εκρηκτικό κέφι: «τη μέρα που πάντρευε την κόρη του, τα ’κανε ανάστα ο Κύριος». β. δημιουργώ μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκε με τους διπλανούς και τα ’κανε ανάστα ο Κύριος μέσα στο μαγαζί». γ. τα κάνω άνω κάτω σε ένα χώρο: «έκανε το δωμάτιο ανάστα ο Κύριος για να βρει το παλιό του ρολόι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλα·
- τον κάνω ανάστα ή τον κάνω ανάστα ο Κύριος, κάνω κάποιον να συγχυστεί πάρα πολύ, τον φέρνω εκτός εαυτού: «μόλις του είπε για τα καμώματα της γυναίκας του, τον έκανε ανάστα».