μουντζούρα κ. μουτζούρα, η, ουσ. [<μσν. μουντζούρα]. 1. λεκές από καπνιά, μπογιά ή μελάνι ή άλλη μαύρη ύλη: «το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μουντζούρες || τα τετράδιά του ήταν μέσα στις μουντζούρες». (Λαϊκό τραγούδι: αν αφήναν σημαδάκια και μουτζούρες τα φιλιά δεν θα είχε κοριτσάκι να μην έχει μουτζαλιά).2. ηθικό στίγμα, ηθική βρομιά: «όταν έβαζες χέρι στο ταμείο, ήταν καλά, να δούμε όμως πώς θα βγάλεις αυτή τη μουντζούρα από πάνω σου». 3. ελάττωμα σε κάποιο αντικείμενο ή εργασία, παραφωνία σε ένα σύνολο: «δεν το βλέπεις πως είναι σαν μουντζούρα επάνω σου αυτή η γραβάτα!»·
- δουλεύω στη μουντζούρα, δουλεύω σε μηχανουργείο ή σε συνεργείο αυτοκινήτων: «εμένα δε με τρομάζει η δουλειά, γιατί από μικρός δουλεύω στη μουντζούρα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκειά, μη διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, κι αν δουλεύω στη μουντζούρα, έχω καθαρή καρδιά). Από το ότι, όποιος δουλεύει σε μηχανουργείο ή σε συνεργείο αυτοκινήτων, λόγω της φύσης της εργασίας του, μουντζουρώνουν τα ρούχα και τα χέρια του.