ανάσκελα, επίρρ. [<μσν. ανάσκελα], ανάσκελα. 1. με τη ράχη προς τη γη, προς το κρεβάτι: «ξάπλωσε ανάσκελα στην αμμουδιά για να κάνει ηλιοθεραπεία || όταν κοιμάται ανάσκελα, ροχαλίζει». 2. ο τρόπος που κολυμπάει κανείς όταν έχει την πλάτη του στη θάλασσα και βλέπει τον ουρανό: «όταν κουράζεται στο κολύμπι, αρχίζει να κολυμπάει ανάσκελα»·
- πέφτω ανάσκελα ή πέφτω τ’ ανάσκελα, α. καθώς περπατώ ή τρέχω, γλιστρώ και πέφτω στο έδαφος με τη ράχη προς τα κάτω: «όπως περπατούσε, πάτησε μια μπανανόφλουδα κι έπεσε ανάσκελα». β. πέφτω στο έδαφος νικημένος: «του ’δωσε μια γροθιά ο δικός σου κι έπεσε ο άλλος τ’ ανάσκελα». γ. ειρωνική έκφραση για να δηλώσουμε κάποια υποτιθέμενη χαρά μας, κάποιον υποτιθέμενο ενθουσιασμό μας για κάποια μηδαμινή παροχή που μας δόθηκε ή για την ενέργεια ατόμου, που, υποτίθεται ότι έγινε προς όφελός μας: «εγώ είχα σοβαρή ανάγκη από βοήθεια κι έπεσα τ’ ανάσκελα με τα δέκα χιλιάρικα που μου ’δωσε! || πήγε στον αντίδικό μου για να του πει ν’ αποσύρει τη μήνυσή του κι εγώ έπεσα τ’ ανάσκελα»·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- τ’ ανάσκελα, βλ. ανάσκελα (2)
- τη βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω ανάσκελα·
- τη ρίχνω ανάσκελα ή τη ρίχνω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχε, από κει την είχε, στο τέλος την έριξε τ’ ανάσκελα»·
- τον βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. φρ. τον ρίχνω ανάσκελα·
- τον ρίχνω ανάσκελα ή τον ρίχνω τ’ ανάσκελα, τον νικώ, τον υποχρεώνω να φάει η πλάτη του χώμα: «του ’κανε μια λαβή και τον έριξε ανάσκελα».