μουλάρι, το, ουσ. [<μσν. μουλάριον, υποκορ. του μούλος <λατιν. mulus], το μουλάρι. α. άνθρωπος πεισματάρης και με κακή συμπεριφορά: «είναι τόσο μουλάρι, που, όταν του μπει μια ιδέα, δεν την αλλάζει με τίποτα». β. απευθύνεται με υποτιμητική διάθεση ή εκστομίζεται και ως βρισιά: «ου να μου χαθείς, μουλάρι». Υποκορ. μουλαράκι, το·
- δουλεύει σαν μουλάρι ή δουλεύει σαν το μουλάρι, δουλεύει πολύ σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ το πρωί ως το βράδυ δουλεύει σαν το μουλάρι για να θρέψει την οικογένειά του». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- να φοβάσαι τα πισινά του μουλαριού, τα μπροστινά του μοναχού και την απόφαση του δικαστού, βλ. λ. φοβάμαι·
- ψόφησε το μουλάρι μας, χάλασε η κολεγιά μας, από τη στιγμή που πάψαμε να έχουμε κοινά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα, διέλυσε και η φιλία μας ή ο συνεταιρισμός μας: «κάποτε κάναμε στενή παρέα, γιατί είχαμε αναλάβει μια δουλειά από κοινού, αλλά, απ’ τη στιγμή που τέλειωσε η δουλειά, ψόφησε το μουλάρι μας, χάλασε η κολεγιά μας, που λένε».