μουγγαμάρα, η, ουσ. [<μουγγός + κατάλ. -αμάρα]. 1. η κατάσταση του μουγγού: «με τη μουγγαμάρα που έχει πώς θέλεις να σου μιλήσει ο άνθρωπος!». 2. η κατάσταση κατά την οποία δε μιλάει κανείς σε μια ομήγυρη: «επικρατούσε τέτοια μουγγαμάρα, που, αν έριχνες κάτω καρφίτσα, θ’ ακουγόταν».