μονοκούκι, επίρρ. [<μονο- + κουκί], ιδίως εύχρ. στις φρ. βγαίνω μονοκούκι, εκλέγομαι με καθολική ψήφο: «σε κάθε εκλογές βγαίνω μονοκούκι στην περιφέρειά μου»·
- το ρίχνουμε μονοκούκι, ψηφίζουμε όλοι ανεξαιρέτως έναν υποψήφιο ή συνδυασμό: «εμείς χρόνια στο χωριό μας το ρίχνουμε μονοκούκι στον τάδε || στις τελευταίες εκλογές το ρίξαμε μονοκούκι στο τάδε κόμμα»·
- το(ν) βγάζουμε μονοκούκι, εκλέγουμε με καθολική ψήφο κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «είναι άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του λαού, γι’ αυτό κι εμείς στις δυο προηγούμενες εκλογές τον βγάλαμε μονοκούκι»·
- ψηφίζουμε μονοκούκι, βλ. φρ. το ρίχνουμε μονοκούκι.