μοιράζομαι, ρ. [<μοιράζω], μοιράζομαι. 1. χρησιμοποιώ κάτι μαζί με κάποιον άλλον: «μοιραζόμαστε το ίδιο μπάνιο || μοιραζόμαστε το ίδιο αυτοκίνητο». 2. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω: «είμαστε τόσο φίλοι, που από μικρά παιδιά μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες». (Τραγούδι: θυμήσου κάποτε πόσο αγαπιόμαστε, θυμήσου λύπες, χαρές πως μοιραζόμαστε). 3. διχάζομαι: «μοιράζομαι ανάμεσα στη γυναίκα μου και την ερωμένη μου || μοιράζομαι ανάμεσα στο καθήκον και την οικογένειά μου».