μία κ. μια, απόλ. αριθμητ. [θηλ. του ένας], μια· ο άτονος τύπος χρησιμοποιείται και ως αόρ. αντων. (κάποια). (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, λέγεται για δυο πράγματα ή καταστάσεις, που είναι αντίθετες, που δε συμβιβάζονται μεταξύ τους: «απ’ τη μια μου λες πως τ’ αυτοκίνητό σου έχει δυνατή μηχανή κι απ’ την άλλη δεν μπορεί ν’ ανεβεί αυτόν το μικρό ανήφορο || απ’ τη μια έχει κατακλέψει όλον τον κόσμο κι απ’ την άλλη μιλάει για τιμιότητα»·
- αμολάω μια (ενν. κλανιά, πορδή), βλ. λ. αμολάω·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. φρ. απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη(…)·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- από μιας αρχής, βλ. λ. αρχή·
- δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς (ενν. μπάτσες, μπουνιές, ξυλιές κ.λπ.), βλ. λ. δέκα·
- δε δίνω μία, α. αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «όποιος με βοήθησε στις δυσκολίες μου θα τον υποστηρίξω, αλλά για όσους αδιαφόρησαν δε δίνω μία». (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή συγχωροχάρτι από αδυναμία και συ τη δική σου πάρτη και δε δίνεις μία).β. δεν πληρώνω τίποτα: «έχω ένα μαγαζί που τρώω, πίνω και δε δίνω μία»·
- δε λέει μία, α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μπορεί να είναι όμορφος, αλλά κατά τ’ άλλα δε λέει μία». β. (για πράγματα) δεν έχει καμιά αξία: «μπορεί να έχει εντυπωσιακή γραμμή αυτό τ’ αυτοκίνητο, αλλά πάνω στο δρόμο δε λέει μία». γ. (για καλλιτεχνικά έργα) δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δε μεταφέρει καμιά σημαντική ιδέα: «πολυδιαφημισμένο έργο, αλλά, κατά τη γνώμη μου δε λέει μία»·
- δεν αξίζει μία, βλ. φρ. δε λέει μία·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, βλ. λ. δυο·
- δεν έχω μία, στερούμαι παντελώς χρημάτων: «μην του ζητάς λεφτά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν έχει μία». (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- δεν κάνει μία, βλ. φρ. δεν αξίζει μία·
- δεν καταλαβαίνει μία, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «αν αποφασίσει να κάνει κάτι, δεν καταλαβαίνει μία μέχρι να το κάνει». β. είναισκληρόκαρδος, είναι αναίσθητος: «μην περιμένεις απ’ αυτόν βοήθεια, γιατί δεν καταλαβαίνει μία». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «χίλιες φορές του ζήτησα να ξανακουβεντιάσουμε το θέμα, αλλά δεν καταλαβαίνει μία». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει μία». Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν υπάρχει μία, βλ. φρ. δεν έχω μία·
- δώσ’ του μια! χτύπησέ τον είτε με τη γροθιά σου, την κλοτσιά σου είτε με το όπλο που κρατάς στα χέρια σου: «δώσ’ του μια ρε, που κάθεσαι κι ακούς τις βλακείες που λέει σε βάρος σου!». (Δημοτικό τραγούδι: έλιμ γιαλέλιμ ήρθαν προξενητάδες για, πάρ’ το μαχαίρι δώσ’ μου μια στην πονεμένη μου καρδιά
- είμαι χωρίς μία, βλ. φρ. δεν έχω μία·
- είναι μία αυτή! α. λέγεται για γυναίκα αμφίβολης ηθικής, για γυναίκα που έχει πάρα πολύ κακή φήμη: «πρόσεχέ την, γιατί είναι μία αυτή!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ο Θεός να σε φυλάει. β. λέγεται θαυμαστικά για γυναίκα που είναι πανέξυπνη, πολυμήχανη, που δύσκολα μπορεί να τα βγάλει κανείς πέρα μαζί της: «είναι μία αυτή, που δεν πιάνεται από πουθενά!»·
- είναι μιας κάποιας ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- η μία, η άλλη, έκφραση με την οποία περιλαμβάνουμε διάφορες γυναίκες που συνοδεύουν, χωρίς να τις κατονομάζουμε ακριβώς, αυτές που έχουμε ήδη αναφέρει με τα ονόματά τους: «στη δεξίωση ήταν η Μαρία, η Ελένη, η Δέσποινα η μία, η άλλη»·
- η μια κι η άλλη, γυναίκες της σειράς, ανάξιες λόγου, τυχαίες: «είναι πολύ ευαίσθητη γυναίκα και στενοχωριέται ακόμη και μ’ αυτά που της λένε η μια κι η άλλη»·
- η μια όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η μια πάνω στην άλλη, α. (για γυναίκες) δηλώνει μεγάλο συνωστισμό: «στο σχολικό του παρθεναγωγείου ήμασταν η μια πάνω στην άλλη». β. η μια ύστερα από την άλλη, διαδοχικά και χωρίς διακοπή: «έρχονταν η μια πάνω στην άλλη να τις εξυπηρετήσω και κάποια στιγμή τα ’χασα απ’ το πλήθος που μαζεύτηκε». γ. (για καταστάσεις) η μια ύστερα από την άλλη, διαδοχικά: «οι στενοχώριες έρχονται η μια πάνω στην άλλη || οι επιτυχίες έρχονται η μια πάνω στην άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: δέκα φορές την πάτησα την μια πάνω στην άλλη και το κορόιδο, φίλε μου, μυαλό δεν έχω βάλει
- η μια πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- και μια και δυο, βλ. λ. δυο·
- με τη μια, με την πρώτη προσπάθεια, αμέσως: «πήρε σημάδι και πέτυχε το στόχο του με τη μια || πέτυχε με τη μια στο πανεπιστήμιο»·
- μένω χωρίς μία, βλ. φρ. δεν έχω μία·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·  
- μια απ’ τα ίδια, βλ. λ. ίδιος·
- μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, βλ. λ. βροχή·
- μια γελάει, μια κλαίει, βλ. λ. γελώ·
- μια για πάντα, βλ. λ. πάντα·
- μια γουλιά, βλ. λ. γουλιά·
- μια δεύτερη γνώμη, βλ. λ. γνώμη·
- μια δόση, βλ. λ. δόση·
- μια δραξιά, βλ. λ. δραξιά·
- μια δρασκελιά, βλ. λ. δρασκελιά·
- μια εδώ και μια εκεί, βλ. λ. εδώ·
- μια εσύ και μια εγώ, βλ. λ. εγώ·
- μια έτσι, μια αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- μια έτσι να κάνω…, βλ. λ. κάνω·
- μια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, βλ. λ. ζωή·
- μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μια ιδέα είναι όλα ή όλα είναι μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μια και... ή μια που... ή μιας και… ή μιας που…, δεδομένου ότι, αφού, εφόσον: «μια και δε θα ’ρθει ο τάδε, μπορώ να πάρω εγώ τη θέση του; || μια που ήρθε ο τάδε, εγώ μπορώ να φύγω». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ανταμωθήκαμε, κερνάω μια μισάδα κι όταν θα πάει δύο, πέφτουμε στρωματσάδα
- μια και ήρθες, βλ. λ. ήρθα·
- μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- μια και κάτω, βλ. λ. κάτω·
- μία και μία, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια συνάθροιση ή ομάδα βρίσκονται μαζεμένες εκλεκτές γυναικείες προσωπικότητες ή, ειρωνικά, αμφίβολης ηθικής ή κοινωνικής αξίας: «στη δεξίωση του τάδε ήταν η γυναίκα του Νομάρχη, του εισαγγελέα, του στρατηγού, γιατρίνες, δικηγορίνες, όλες μία και μία || αυτές που συχνάζουν σ’ αυτό το μπαράκι είναι όλες μία και μία»·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μια κι έξω (όξω), βλ. λ. έξω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. λ. κουβέντα·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μια μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μια μήλα, μια φύλλα, βλ. λ. μήλο·
- μια μια ή μία μία, α. η μία μετά την άλλη στη σειρά, ιδίως σε περίπτωση διανομής: «θα περνάτε μέσα μία μία || μία μία, βρε κορίτσια, όλες θα πάρετε». β. η καθεμία χωριστά: «συνεννοηθείτε τι θέλετε να κάνετε, για να μην έρχεται μία μία και να λέει ό,τι της κατεβαίνει». γ. διαδοχικά: «μία μία οι επιχειρήσεις κλείνουν». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σε προδώσαν, όλοι σε μισήσαν και βαριές οι πόρτες μία-μία κλείσαν
- μια μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- μια ντουζίνα, βλ. λ. ντουζίνα·
- μια ο ένας μια ο άλλος, διαδοχικά και χωρίς διακοπή: «έχει δυο αδέρφια και τη συνοδεύει μια ο ένας μια ο άλλος»·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχης·
- μια πιθαμή ή μια σπιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πιρουνιά, βλ. λ. πιρουνιά·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια πόρτα μας χωρίζει, βλ. λ. πόρτα·
- μια που, αφού: «μια που ήρθε κι ο τάδε, μπορούμε ν’ αρχίσουμε τη συνεδρίαση»·
- μια πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- μια ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- μια ρώγα, βλ. λ. ρώγα·
- μία σου και μία μου, σου ανταποδίδω με τη σειρά μου τα ίσα ή κάνω με τη σειρά μου τα ίδια που έκανες κι εσύ: «θα σου φερθώ όπως μου φέρθηκες, μία σου και μία μου». (Λαϊκό τραγούδι: μία σου και μία μου θα το μετανιώσεις, με το ίδιο νόμισμα θα το πληρώσεις). Συνών. σειρά σου και σειρά μου· βλ. και φρ. ένα σου και ένα μου·
- μια στα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- μια στάλα, βλ. λ. στάλα·
- μια σταλιά, βλ. λ. σταλιά·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια σταλιά σκατό, βλ. λ. σκατό·
- μια στιγμή! βλ. λ. στιγμή·
- μια στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- μια στις τόσες, βλ. λ. τόσος·
- μια στις χίλιες, βλ. λ. χίλιοι·
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο, βλ. λ. καρφί·
- μια τζούρα, βλ. λ. τζούρα·
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα , βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- μία των ημερών, βλ. λ. ημέρα·
- μια φορά! βλ. λ. φορά·
- μια φορά, βλ. λ. φορά·
- μια φορά…, βλ. λ. φορά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, βλ. λ. μάνα·
- μια φορά στα τόσα ή μια φορά στις τόσες, βλ. λ. φορά·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, φυσηξιά·
- μια χαρά! βλ. λ. χαρά·
- μια χαρά… ή μια χαρά είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μια χαρά Θεού… ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μια χαρά και δυο τρομάρες! βλ. λ. χαρά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μια χούφτα, βλ. λ. χούφτα·
- μια ψίχα, βλ. λ. ψίχα·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), βλ. λ. πρωία·
- μιας εξαρχής, βλ. λ. εξαρχής·
- μόνο μια και δυο; βλ. λ. μόνος·
- πότε η μια του βρομάει κι (και πότε) η άλλη του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομάει κι (και πότε) η άλλη του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι.