μηλίγγι κ. μηνίγγι κ. μελίγγι, το, ουσ. [<μσν. μηλίγγιν <μηνίγγιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μήνιγξ], ο νους, το μυαλό·
- τι λέει το μηλίγγι σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν». Συνών. τι λέει η αφεντιά σου! / τι λέει η γκλάβα σου! / τι λέει η κεφάλα σου! / τι λέει η κλανιά σου! / τι λέει η κόκα σου! / τι λέει η μαλαπέρδα σου! / τι λέει η μπέρδα σου! / τι λέει η πούλη σου! / τι λέει η σούφρα σου! / τι λέει η τσουτσού σου! / τι λέει η τσουτσούνα σου! / τι λέει ο κλανιά σου! / τι λέει ο κώλος σου! / τι λέει ο Νικολάκης σου! / τι λέει το κεφάλι σου! / τι λέει το κωλαράκι σου! / τι λέει το λιλί σου! / τι λέει το μουνάκι σου! / τι λέει το μουνί σου! / τι λέει το μυαλό σου! / τι λέει το μυαλουδάκι σου! / τι λέει το νιονιό σου! / τι λέει το πιπί σου! / τι λέει το πουλάκι σου! / τι λέει το πουλί σου! / τι λέει το σφυριχτράκι σου! / τι λέει το τσουνί σου! / τι λέει το τσουτσουνάκι σου! / τι λέει το τσουτσούνι σου(!)·
- χτυπούν σφυριά τα μηλίγγια μου, βλ. λ. σφυρί.