μεσανατολικός, -ή, -ό, επίθ. [<Μέση Ανατολή + κατάλ. -ικός], μεσανατολικός·
- έγινε μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- λύνουν το μεσανατολικό, βλ. φρ. λύνουν το κυπριακό, λ. κυπριακός·
- το κάνω μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα.