μέλλει, ρ. [γ΄ εν. πρόσ. του αρχ. ρ. μέλλω], πρόκειται να…: «κανείς δεν τον περίμενε πως ο τελευταίος μαθητής της τάξης μας στα παιδικά μας τα χρόνια του έμελλε να γίνει τόσο σπουδαίος γιατρός!»·
- καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ’μελε να πάθεις! βλ. λ. καημένος·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, από το πεπρωμένο του: «βέβαια, κι ο άνθρωπος δημιουργεί κάπως τη μοίρα του, αλλά κακά τα ψέματα, όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει». (Λαϊκό τραγούδι: όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει! Και η δική σου η καρδιά, το θέλει η μοίρα η κακιά, να ζήσει κολασμένη
- ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει, δεν μπορεί κανένας να ξεφύγει από το γραφτό του, από το πεπρωμένο του: «γερός να ’μαι να περνώ τις δυσκολίες που μου τυχαίνουν, γιατί ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει»·
- τι μέλλει γενέσθαι, τι πρόκειται να συμβεί: «μπορεί να μου πει κανείς τι μέλλει γενέσθαι, αν μας απολύσουν απ’ τη δουλειά; || κανείς δεν ξέρει τι μέλλει γενέσθαι».