μεθώ κ. μεθάω, ρ. [<μσν. μεθῶ, από το ἐμέθυσα, αόρ. του αρχ. ρ. μεθύω], μεθώ. α. βρίσκομαι σε κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, έντονης ευφορίας: «οι στρατιώτες μέθυσαν απ’ τη νίκη τους και φιλούσε ο ένας τον άλλον απ’ τη χαρά τους». (Τραγούδι: γλυκιά Ναπολιτάνα με τη ματιά την πλάνα, μαζί όταν χορεύουμε, τρελαίνομαι, μεθώ). β. κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, έντονης ευφορίας: «τον μέθυσε η πρόσφατη επιτυχία του». γ. βρίσκομαι υπό την επήρεια έντονου συναισθήματος: «μέθυσα με τα φιλιά της». (Λαϊκό τραγούδι: λιώνω και μεθάω δες πώς σπαρταράω σβήνω μες στα χέρια σου. Λιώνω και μεθάω κοίτα πώς πετάω να καώ στ’ αστέρια σου
- μεθώ από χαρά, βλ. λ. χαρά·
- ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει, βλ. λ. παίζω·
-όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, όταν ο άνθρωπος μεθάει ξεχνάει τις στενοχώριες του: «με τόσες στενοχώριες που έχει ο φουκαράς το ’ριξε στο πιοτό, γιατί όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε).