μαυροπίνακας, ο, ουσ. [<μαυρο- + πίνακας], ο μαυροπίνακας·
- τον γράφω στο μαυροπίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα, βλ. φρ. τον γράφω στο τεφτέρι, λ. τεφτέρι. Πρβλ.: κάποτε ζούσα κι εγώ στα μεγαλεία, ήμουν καμάρι μες στο ντουνιά. Τώρα όλα τέλειωσαν, μείναν τα συντρίμματα κι όλοι πια με βάλαν στο μαυροπίνακα (Λαϊκό τραγούδι).