μαυρόασπρος, -η, -ο, επίθ. <μαύρος + άσπρος], μαυρόασπρος·
- τα βλέπει μαυρόασπρα, γενικά είναι απαισιόδοξος: «με την πρώτη μικρή δυσκολία, τα βλέπει μαυρόασπρα στη ζωή του». Συνών. βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Αντίθ. τα βλέπει ασπρόμαυρα.