ματσαράγκα κ. ματσαραγκιά, η, ουσ. [<ιταλ. mazzeranga], (στη γλώσσα της αργκό) η απάτη, η εξαπάτηση, ο δόλος, η κομπίνα, το τέχνασμα: «εκεί που θα πάμε θα φερθείς σωστά και δε θ’ αρχίσεις τις ματσαράγκες». Συνών. μπαλαμούτι (2)·
- κάνω ματσαράγκες, κάνω απατεωνιές, είμαι απατεώνας, κομπιναδόρος: «δεν περνάει μέρα που να μην κάνει κάποια ματσαράγκα, γιατί απ’ αυτές ζει». (Λαϊκό τραγούδι: στήσανε καβγά δυο μάγκες, για να κάνουν ματσαράγκες
- μου ’παιξε ματσαράγκα, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «μου ’παιξε ματσαράγκα ο αλήτης και μου ’φαγε ένα κάρο λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: εγνώρισα πολλούς μες τη ζωή, μα όλοι τους μου ’παίξαν ματσαράγκα·κανείς δεν είχε όμως την ψυχή και την καρδιά του φουκαρά του μάγκα).