ανάλυση, η, ουσ. [<αρχ. ἀνάλυσις], η ανάλυση·
- σε τελευταία ανάλυση, βλ. φρ. σε τελική ανάλυση·
- σε τελική ανάλυση, στην έσχατη περίπτωση, στο κάτω κάτω: «δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα, γιατί σε τελική ανάλυση αναλαμβάνω προσωπικά κάθε ευθύνη».