Μασούρας, (γερο-) ο, κύρ. όν., εύχρ. μόνο στη φρ. πήγε (χαμένος) σαν το γερο Μασούρα ή πήγε (χαμένος) σαν το γέρο τον Μασούρα, καταστράφηκε ολοκληρωτικά, χάθηκε άδικα των αδίκων: «με τη ζωή που έκανε και μ’ όλους αυτούς που είχε μπλέξει, πήγε χαμένο το παιδί σαν το γερο Μασούρα». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα τον εφάγαν ζούλα σαν το γέρο τον Μασούρα).