μαρμίτα,
η, ουσ. [<ιταλ. marmitta <γαλλ.
marmite]. 1. είδος μεταλλικής χύτρας με καπάκι καλά προσαρμοσμένο. 2.
λαϊκό συσσίτιο ή το περίσσευμα του φαγητού σε αυτό το συσσίτιο: «έμεινε καθόλου
μαρμίτα;». 3. (γενικά ) το φτωχικό φαγητό και, κατ’ επέκταση, η φτώχεια:
«δεν αντέχω να ζω άλλο στη μαρμίτα». 4. το οικονομικό όφελος: «δε χάνει
καμιά ευκαιρία, μόλις καταλάβει πως υπάρχει μαρμίτα»·
-
βγάζω τη μαρμίτα, βλ. φρ. βγαίνει
η μαρμίτα·
-
βγαίνει η μαρμίτα, εξοικονομώ, κερδίζω τα απαραίτητα για τη συντήρησή μου:
«ζω φτωχικά, αλλά δόξα το Θεό βγαίνει η μαρμίτα». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει
το καρβέλι, λ. καρβέλι·
-
έπεσε στη μαρμίτα, είναι ανόητος, βλάκας, τρελός, σαλεμένος: «μην τον
συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί, όταν ήταν μικρός έπεσε στη μαρμίτα», δηλ. όπως
έπεσε μέσα στη χύτρα, χτύπησε το κεφάλι του κι από τότε έχει διανοητικό
πρόβλημα·
-
τρέχω για τη μαρμίτα, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’
επέκταση, ζω φτωχικά: «δεν μπορεί να κάνει έξοδα ο άνθρωπος, γιατί χρόνια τώρα
τρέχει για τη μαρμίτα». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ.
καρβέλι.