ανακατωτά, επίρρ. [του επιθ. ανακατωτός <ανακατώνω]·
- απ’ έξω κι ανακατωτά, α. απάντηση μαθητή στην ερώτησή μας αν ξέρει καλά το μάθημά του. β. (γενικά) λέγεται στην περίπτωση που γνωρίζουμε απόλυτα ένα θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: τον κόσμο που μου δείχνεις να γυρίσω τον έχω μάθει από παλιά, τον ξέρω πριν ακόμα σε γνωρίσω απ’ έξω κι ανακατωτά
- σκόρπια κι ανακατωτά, χωρίς ειρμό, χωρίς συνοχή: «μας μιλούσε σκόρπια κι ανακατωτά, και κανείς μας δεν μπόρεσε να βγάλει το παραμικρό»
- το γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. συνηθέστ. το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά·
- το ’μαθα απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. φρ. το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά·
- το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, α. (ειδικά) λέγεται από μαθητή για μάθημα, που όχι μόνο το έχει αποστηθίσει αλλά και το έχει κατανοήσει απόλυτα: «με σήκωσε ο καθηγητής στο μάθημα και σίγουρα θα μου έβαλε πολύ καλό βαθμό, γιατί το ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά || σήμερα παρακαλώ να με σηκώσει ο καθηγητής στο μάθημα, γιατί το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά». β. (γενικά) κατέχω απόλυτα ένα θέμα: «πήγαινε στον τάδε να σου λύσει το πρόβλημά σου, γιατί το ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά»·
- τον γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. συνηθέστ. τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά·
- τον έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά, υπέφερα από αυτόν τα πάνδεινα: «ξέρω τι στραβόξυλο είναι, γιατί τον έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»· βλ. και φρ. τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά·
- τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, γνωρίζω πάρα πολύ καλά όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του: «πάντα καταλαβαίνω τι έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά || επειδή μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά και τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, σου λέω πως μπορείς να τον εμπιστευτείς».