μαράζι, το, ουσ. [<τουρκ. maraz], η φθίση, μεγάλος καημός, θλίψη, μακροχρόνια μελαγχολία, στενοχώρια που προέρχεται από ανεκπλήρωτη ιδίως επιθυμία: «θα πεθάνει με το μαράζι, που δεν μπόρεσε να μπει ο γιος του στο πανεπιστήμιο || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έχει μεγάλο μαράζι». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι, κι αν φύγουνε πολλά λεφτά, χαλάλι, δεν πειράζει
- δε βάζω μαράζι, δε στενοχωριέμαι, δε θλίβομαι, δε χάνω την καλή ψυχική μου διάθεση: «ό,τι και να μου τύχει, δε βάζω μαράζι, γιατί είναι πολύ μικρή η ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα στον κόσμο τα ξεχνώ, πάντα με κέφι την περνώ, δε βάζω εγώ μαράζι
- έχει μαράζι στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λιώνει απ’ το μαράζι, υποφέρει από μακροχρόνια θλίψη, στενοχώρια που διαβρώνει την ψυχική του υγεία: «δεν τον θέλει η τάδε και λιώνει απ’ το μαράζι ο φουκαράς! || κάθεται μέσα στο σπίτι και λιώνει απ’ το μαράζι, γιατί δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο»·  
- με τρώει το μαράζι, υποφέρω από μακροχρόνια θλίψη, στενοχώρια, που διαβρώνει την ψυχική μου υγεία, στενοχωριέμαι, μελαγχολώ, μαραζώνω: «θα τον φάει το μαράζι, που έχει ακόμα την κόρη του απάντρευτη». (Λαϊκό τραγούδι: πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, χλωμά και μαραμένα, και το βαρύ φθινόπωρο τον ήλιο σκοτεινιάζει και μένα το κορμάκι μου το τρώει το μαράζι
- σβήνει απ’ το μαράζι, υποφέρει από μακροχρόνια θλίψη, στενοχώρια που διαβρώνει την ψυχική του υγεία, αργοπεθαίνει: «ερωτεύτηκε παράφορα με μια που δεν τον θέλει και σβήνει απ’ το μαράζι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, λοιπόν, λυπήσου με και πάψ’ αυτό το νάζι, μικρή μου Κοκκινιώτισσα, θα σβήσ’ απ’ το μαράζι
- το βάζω μαράζι, στενοχωριέμαι, θλίβομαι πολύ: «το ’βαλε μαράζι που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο»·
- το ’χω μαράζι, βλ. φρ. το βάζω μαράζι.