μαντάτο, το, ουσ. [<μσν. μαντᾶτον <λατιν. mandatum <mado (= παραγγέλλω)]. α. η είδηση, το νέο: «το μαντάτο που μας έφερε μας έριξε όλους σε περισυλλογή». (Τραγούδι: τηλέφωνο μου φαίνεται πως το ’πες, κυρ-πρόεδρε, το ζλάπι απ’ τις Ευρώπες, σύρμα πάνω σύρμα κάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο // μαντάτο πως επέθανε επήρα απ’ την πατρίδα· κι εγώ, για μια στερνή φορά, τη μάνα μου δεν είδα). β. συνήθως στον  πλ. τα μαντάτα, οι ειδήσεις, τα νέα: «τι μαντάτα μας φέρνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα με άλλονε γλεντάς, στα κέντρα μέσα ξενυχτάς και δεν σου καίγεται καρφί, αν ζω ή αν πεθαίνω. Μα τ’ άσχημα μαντάτα ρου, για σένα, θα μαθαίνω
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- ήρθαν τα μαντάτα σου, ειρωνική ή επιτιμητική έκφραση σε άτομο, του οποίου πληροφορηθήκαμε τις παρατυπίες, τις παρανομίες ή γενικά οτιδήποτε δεν το κολακεύει: «μη μας κάνεις τον τίμιο, γιατί ήρθαν τα μαντάτα σου και μάθαμε τι κουμάσι που είσαι!». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαν τα μαντάτα σου, πάτησες τη γάτα σου. Επήγες κι έπεσες μες τους ατσίδες και σου τα φάγανε οι παπατζήδες
- κακά μαντάτα ή κακό μαντάτο, οποιαδήποτε κακή ένδειξη ή πληροφορία που προοιωνίζει κάτι το χειρότερο: «ωχ, κακά μαντάτα, γιατί πηγαίνει πάλι σουρωμένος στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή)· 
- το κακό μαντάτο έρχεται τρεχάτο, η κακή είδηση μαθεύεται αμέσως: «να μη γίνει κάτι κακό, αμέσως μαθεύεται, γιατί το κακό μαντάτο έρχεται τρεχάτο».