μανούρα, η, ουσ. [<ίσως από το μανούβρα με αποβολή του β]. 1. θορυβώδης κατάσταση, η φασαρία, ο καβγάς, ο μπελάς: «εκεί που θα πάμε δε θέλω μανούρα». 2. η γκρίνια: «μην αρχίζεις πάλι τη μανούρα». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα, πιάσε τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα
- γίνεται μανούρα, γίνεται φασαρία, καβγάς: «πάμε γρήγορα στο στέκι μας, γιατί έμαθα πως γίνεται μανούρα»·
- είναι μανούρα, α. είναι φασαρτζής, καβγατζής: «μην ξαναφέρεις το φίλο σου στην παρέα μας, γιατί είναι πολύ μανούρα και μας δημιουργεί προβλήματα». β. είναι γκρινιάρης: «δεν αντέχει άλλο τη γυναίκα του, γιατί είναι πολύ μανούρα». γ. (για δουλειές) λόγω της ιδιομορφίας της είναι δύσκολη, περίπλοκη: «είναι πολύ μανούρα αυτή η δουλειά, γι’ αυτό θέλω διπλάσια αμοιβή»·
- έχει μανούρα, (γενικά για δουλειές) λόγω της ιδιομορφίας της παρουσιάζει διάφορες δυσκολίες: «πρόσεχε τη δουλειά που θ’ αναλάβεις, γιατί έχει μανούρα»·
- κάνω μανούρα, α. δημιουργώ φασαρία, καβγά: «δεν τον παίρνουν μαζί τους, γιατί, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, κάνει μανούρα». β. γκρινιάζω: «σταμάτα να κάνεις μανούρα, γιατί δε σ’ αντέχω άλλο».