μανούλι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μάνα], όμορφη και λαχταριστή νεαρή γυναίκα: «τα ’φκιαξε μ’ ένα μανούλι, να τρίβεις τα μάτια σου!». Ισχύει και για νεαρό άντρα·
- μανούλι, θες κουλούρι; ειρωνικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- μανούλι μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε όμορφη γυναίκα αλλά και σε όμορφο άντρα, η οποία δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «τι δώρο θέλεις να σου κάνω μανούλι μου! || μανούλι μου, δεν ξέρεις πόσο σε λαχταρώ».