μανιφατούρα, η, ουσ. [<ιταλ. manifattura], οικοτεχνία που παράγει χειροποίητα προϊόντα, ιδίως εμπριμέ ή σταμπάτα υφάσματα: «έχει στήσει μια μανιφατούρα, όπου δουλεύουν όλα τα μέλη της οικογένειάς του»·
- τα κάνω τουρλού τουρλού μανιφατούρα, ανακατεύω, μπερδεύω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση τόσο, που δεν μπορώ να βγάλω άκρη: «τον φωνάξαμε να μας βοηθήσει, επειδή ήταν δήθεν έμπειρος, κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, τα ’κανε τουρλού τουρλού μανιφατούρα και τώρα ψαχνόμαστε»·
- τουρλού τουρλού μανιφατούρα, τόσο ανάκατα, τόσο μπερδεμένα, που δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη: «δεν μπόρεσα να βρω αυτό που έψαχνα στο υπόγειο, γιατί όλα εκεί μέσα είναι τουρλού τουρλού μανιφατούρα». Από την εικόνα της οικοτεχνικής επιχείρησης, όπου, συνήθως, επικρατεί μεγάλη ακαταστασία.