μανιτάρι, το, ουσ. [<μσν. μανιτάριον <μτγν. ἀμανιτάριον, υποκορ. του ουσ. ἀμανίτης], το μανιτάρι. 1. το σύννεφο που σχηματίζεται κατά την έκρηξη της ατομικής βόμβας: «το μανιτάρι της Χιροσίμα, σκόρπισε παντού τον όλεθρο και την καταστροφή». 2. θερμάστρα υγραερίου εξωτερικού χώρου: «το μπαράκι έβγαζε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, γιατί ανά δυο τραπεζάκια είχε στήσει ο ιδιοκτήτης του κι από ένα μανιτάρι». Από την ομοιότητα της θερμάστρας αυτής με το μανιτάρι. 3. (στη γλώσσα της αργκό) πορτοφόλι πεταμένο στο δρόμο, που το χρησιμοποιεί ως δόλωμα ο μανιταρτζής στο ομώνυμο σύστημα κλοπής: «μόλις του πέταξα το μανιτάρι, έπεσε στη λούμπα ο χάχας κι όλα τ’ άλλα ήταν ψωμοτύρι για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίχνανε το μανιτάρι μια βραδιά με το φεγγάρι, πιάσανέ ’ναν ’μερικάνο στη μανίτα σαν το χάννο
- εταιρείες μανιτάρια, βλ. λ. εταιρεία·
- ξεφυτρώνει σαν μανιτάρι ή ξεφυτρώνει σαν το μανιτάρι, παρουσιάζεται κάπου, χωρίς να το περιμένει κανείς, απροσδόκητα, ξαφνικά: «όπου και να πάω τον βλέπω να ξεφυτρώνει σαν το μανιτάρι μπροστά μου»·
- ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια ή ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, (για πρόσωπα ή πράγματα) παρουσιάζονται κάπου απροσδόκητα, ξαφνικά και σε μεγάλο αριθμό, σε μεγάλο πλήθος: «οι οπαδοί του νέου κόμματος, ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια || ένα διάστημα, τα βιντεοκλάμπ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια σε δρόμους και δρομάκια». Από το ότι, ύστερα από μια δυνατή βροχή, ξεφυτρώνουν πολλά μανιτάρια μαζί·
 - φυτρώνει σαν μανιτάρι ή φυτρώνει σαν το μανιτάρι, βλ. φρ. ξεφυτρώνει σαν μανιτάρι·
- φυτρώνουν σαν μανιτάρια ή φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, βλ. φρ. ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια.