μανίτα, η, ουσ. [;], (στη γλώσσα των ναρκωτικών) οτιδήποτε μοιάζει και πουλιέται για ναρκωτικό, χωρίς να είναι: «πλήρωσε ένα κάρο λεφτά και του ’δωσαν μανίτα». (Λαϊκό τραγούδι: και του πήρανε τις χήνες τα δολάρια και τις λίρες, του πασάραν τη μανίτα και του λένε καληνύχτα
- πιάνω στη μανίτα (κάποιον), (στη γλώσσα της αργκό) τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «τον έπιασαν στη μανίτα και του ’φαγαν τα λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: ρίχνανε το μανιτάρι μια βραδιά με το φεγγάρι, πιάσανέ ’ναν ’μερικάνο στη μανίτα σαν το χάννο
- τρώω τη μανίτα, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι και αγοράζω κάτι που μοιάζει με ναρκωτικό, χωρίς να είναι: «μόλις πήγε στην καβάντζα του να πάρει τη δόση του, μόνο τότε κατάλαβε πως την έφαγε τη μανίτα». β. (στη γλώσσα της αργκό) ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «ούτε κατάλαβα πώς έφαγα τη μανίτα κι έχασα τα λεφτά μου».