ανακάλυψη,
η, ουσ.
[<μτγν. ἀνακάλυψις], η ανακάλυψη·
- σπουδαία
ανακάλυψη! λέγεται ειρωνικά για κάτι που ήδη μας είναι γνωστό από καιρό και
μας παρουσιάζεται ως καινούριο ή ως πρωτότυπο: «βγαίνει ο υπουργός Εργασίας και
μας ανακοινώνει πως έχουμε μεγάλη ανεργία. Σπουδαία ανακάλυψη!»· βλ. και φρ. σπουδαία
εφεύρεση! λ. εφεύρεση.