μαμαλίγκα,
η, ουσ. [<ρουμαν. mamaliga]. 1.
είδος φαγητού από χυλό, που γίνεται με αλεύρι, τυρί, αβγά και ζωικό λίπος ή
βούτυρο. 2. (υποτιμητικά) οποιοδήποτε φαγητό που χύλωσε πάρα πολύ:
«μπορεί να φάει άνθρωπος αυτή τη μαμαλίγκα! || ξεχάστηκε μπροστά στην τηλεόρασή
της κι έγινε το φαγητό μαμαλίγκα»·
-
βγάζω τη μαμαλίγκα, βλ. φρ. βγαίνει
η μαμαλίγκα·
-
βγαίνει η μαμαλίγκα, εξοικονομώ, κερδίζω τα απαραίτητα χρήματα που μου
χρειάζονται για να ζήσω: «πλούσιος μπορεί να μην είμαι, αλλά με τη σκληρή
δουλειά που κάνω, βγαίνει η μαμαλίγκα». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το
καρβέλι, λ. καρβέλι·
-
τρέχω για τη μαμαλίγκα, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό και, κατ’
επέκταση, ζω φτωχικά: «είναι πολύ ψυχοφθόρο να τρέχεις κάθε μέρα για τη
μαμαλίγκα». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι.