μαλαπέρδα, η, ουσ. [;], (στη γλώσσα της αργκό) το πέος, ιδίως το μεγάλο: «έχει τέτοια μαλαπέρδα, που η κάθε μια το σκέφτεται να πάει μαζί του»·
- καρυδώνω τη μαλαπέρδα μου, (στη γλώσσα της αργκό) ενώ αυνανίζομαι λίγο πριν εκσπερματώσω, σφίγγω το πέος μου, για να διακόψω την εκσπερμάτωση: «για να έχει διάρκεια η ηδονή μου, κάθε φορά που πλησιάζει η στιγμή να εκσπερματώσω, καρυδώνω τη μαλαπέρδα μου και φτου κι απ’ την αρχή»·
- τι λέει η μαλαπέρδα σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·