μάλαμα, το, ουσ. [<μσν. μάλαμα <μτγν. μάλαγμα]. 1. το χρυσάφι: «της έκανε δώρο ένα σταυρό που ήταν σκέτο μάλαμα». (Λαϊκό τραγούδι: τα δυο σου χεροπάλαμα Ντουντού τα χεροπάλαμα στα γέμισα με μάλαμα). 2. (για πρόσωπα) άνθρωπος ευγενικός, καλός, αισθηματίας, καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «αυτό το παιδί είναι μάλαμα κι είναι τιμή μας που το ’χουμε στην παρέα μας». (Λαϊκό τραγούδι: μα η δική μου η καρδιά δεν έχει αντάλλαγμα, όπου Γιώργος και μάλαμα). 3. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για κάποιον που έχει κακό χαρακτήρα, που είναι κακός: «αν είναι κι αυτός μάλαμα σαν τον τάδε που μας έλεγες, τότε να μην μας τον φέρεις». 4. στον πλ. τα μαλάματα, (γενικά) τα χρυσαφικά: «ό,τι μαλάματα είχε, τα ’δωσε στην κόρη της». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα
- είναι ένα κομμάτι μάλαμα, βλ. λ. κομμάτι·
- έχασ’ η Πόλη μάλαμα κι η Βενετιά βελόνι, λέγεται ειρωνικά για άτομο του οποίου η απουσία του από κάπου δεν έκανε απολύτως καμιά αίσθηση·
- έχει καρδιά μάλαμα, βλ. λ. καρδιά·
- να παιδί, να μάλαμα! βλ. λ. παιδί.