αναγούλα, η, ουσ. [<αναγουλιάζω <ανα- + γούλα (= οισοφάγος)], η αναγούλα· λόγος ή πράξη που προκαλεί αηδία: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, τι αναγούλα ήταν πάλι αυτή που μας είπες!»·
- έχω αναγούλα ή έχω αναγούλες, νιώθω δυσφορία στο στομάχι, έχω τάση για εμετό: «έφαγα ένα σάντουιτς στα βρομιάρικα και τώρα έχω αναγούλα»·
- θα ’χουμε αναγούλες, (απειλητικά) θα έχουμε φασαρίες, θα μαλώσουμε, θα πλακωθούμε στο ξύλο: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα ’χουμε αναγούλες». Συνών. θα ’χουμε ανατριχίλες·
- με πιάνει αναγούλα, βλ. φρ. μου ’ρχεται αναγούλα·
- μου ’ρχεται αναγούλα, νιώθω έντονη απέχθεια ή αποστροφή για κάποιον ή για κάτι: «μόνο που τον βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου ’ρχεται αναγούλα || μόνο που να σκεφτώ μαγειρεμένα κουκιά, μου ’ρχεται αναγούλα»· βλ. και φρ. έχω αναγούλα·
- μου φέρνει αναγούλα, βλ. φρ. μου ’ρχεται αναγούλα.