μακαρίτης, ο, θηλ. μακαρίτισσα, η, ουσ. [<αρχ. μακαρίτης], αυτός που έχει πεθάνει. Λέγεται συνήθως με συμπάθεια, γιατί όποιος πεθαίνει, γλιτώνει από τα βάσανα της ζωής: «η τελευταία επιθυμία του μακαρίτη ήταν να ’ναι τα παιδιά του πάντα αγαπημένα». (Λαϊκό τραγούδι: σα ζούσε ο μακαρίτης μες στης ζωής του το βίο ό,τι έβλεπε στον κόσμο το ’γραφε στο βιβλίο
- έγινε μακαρίτης, πέθανε: «δε μένει πια σ’ αυτό το σπίτι ο τάδε που ζητάς, γιατί έγινε μακαρίτης πριν από πολύ καιρό»·
- ήταν κοντός (ψηλός, χοντρός, αδύνατος) ο μακαρίτης! ειρωνικός υπαινιγμός σε κάποιον που φοράει ρούχο εντελώς έξω από τα μέτρα του και το υπονοούμενο είναι πως το πήρε από κάποιον που πέθανε: «ρε συ, ήταν κοντός ο μακαρίτης και τα μανίκια του σακακιού σου ’ρχονται στους αγκώνες! || ήταν ψηλός ο μακαρίτης και τα μπατζάκια σου έρχονται πάνω απ’ τους αστραγάλους σου!»·
- κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης, δηλώνει την αξία της ζωής: «για ψύλλου πήδημα δεν κάνω παλικαριές γιατί, κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης»·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, λέγεται ειρωνικά για τη χήρα εκείνη που, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από το θάνατο του άντρα της, δημιούργησε ερωτικό δεσμό. (Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που είχε κάνει. Στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι).