μάθημα, το, ουσ. [<αρχ. μάθημα], το μάθημα· η εμπειρία που αποκτιέται από κάποιο πάθημα: «αφού κατάλαβες τι σημαίνει σπασμένο πόδι, θα σου γίνει μάθημα κι από εδώ και πέρα δε θα ξανανέβεις σε μοτοσικλέτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- δίνω μάθημα, (για σπουδαστές) εξετάζομαι γραπτά ή προφορικά σε κάποιο μάθημα: «πρέπει να σκιστώ στο διάβασμα, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω μάθημα»·
- δίνω μαθήματα, (για εκπαιδευτικούς), βλ. φρ. παραδίνω μαθήματα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το μάθημα ή το ’μαθε το μάθημα, βλ. φρ. ξέρει το μάθημα απ’ έξω·
- έχω μάθημα, α. (για μαθητές, σπουδαστές) πρέπει να παρακολουθήσω, να διδαχτώ ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «δεν μπορώ να ’ρθω αυτή την ώρα, γιατί έχω μάθημα». β. (για εκπαιδευτικούς) πρέπει να παραδώσω, να διδάξω ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «σε κλείνω τώρα, γιατί χτύπησε το κουδούνι κι έχω μάθημα»·
- κάνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκω, διδάσκομαι: «κάνω μάθημα ορθοφωνίας || κάνω μαθήματα αγγλικών || κάνω μαθήματα οδήγησης || κάνω κάτι μαθήματα στον ανεψιό μου, γιατί είναι αδύνατος στα μαθηματικά»·
- κάνω τα μαθήματά μου, (για μαθητές) μελετώ, προετοιμάζομαι για την επόμενη σχολική μέρα: «αν δεν κάνεις τα μαθήματά σου, δεν έχει να πας πουθενά»·
- μου ’γινε μάθημα (κάτι), απόκτησα πείρα από κάτι κακό που μου συνέβη, πράγμα που θα με βοηθήσει να αποφύγω κάτι παρόμοιο στο μέλλον: «δε θα ξαναπιώ τόσο πολύ, γιατί μου ’γινε μάθημα το προηγούμενο μεθύσι μου που με κουρέλιασε». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι αυτό το πάθημα να σου γίνει μάθημα
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα ή παίρνω ένα καλό μάθημα, τιμωρούμαι παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «πήγα να μαλώσω μαζί του, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή»·
- παίρνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκομαι: «παίρνω μαθήματα της γαλλικής γλώσσας || παίρνω μαθήματα οδήγησης || παίρνω μαθήματα κολύμβησης»·
- παραδίνω μαθήματα, α. ενεργώ διδακτικά, λειτουργώ με τις πράξεις μου ως υπόδειγμα σε κάποιον ή κάποιους: «με την αξιοπρεπή στάση του τους παρέδωσε μαθήματα ήθους». β. (για εκπαιδευτικούς) παραδίνω σε μαθητές, σε σπουδαστές ιδιαίτερα μαθήματα: «απ’ τα μαθήματα που παραδίνει σε διάφορους μαθητές, εξοικονομεί ένα δεύτερο μισθό».
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, λέγεται χάριν αστεϊσμού ως δικαιολογία κάποιου, που αγνοεί κάτι: «α, δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, γιατί σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος». Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών, όταν ο δάσκαλος τους πιάσει αδιάβαστους·
- τα παθήματα μαθήματα ή το πάθημα μάθημα, βλ. φρ. ο παθός μαθός, λ. παθός·
- το ξέρει καλά το μάθημα, α. είναι απόλυτα κατατοπισμένος γι’ αυτά που πρέπει να πει κάπου, είναι πολύ καλά διαβασμένος, πολύ καλά δασκαλεμένος: «στο δικαστήριο τα ’πε πολύ ωραία, γιατί το ’ξερε καλά το μάθημα». β. έχει βρει έναν τρόπο για να δικαιολογείται πάντα: «βλέπω ξέρεις καλά το μάθημα, κάθε φορά που αργείς να ’ρθεις στη δουλειά!»·
- το ξέρει το μάθημα, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- το πάθημα μου έγινε μάθημα, βλ. λ. πάθημα·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, τον τιμωρώ παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «μου ’κανε συνεχώς τον έξυπνο, αλλά του ’δωσα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες Μπενίτο μου το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα).