Μάης, ο, ουσ. [<μτγν. Μάιος <λατιν. Majus (Juppiter)], ο μήνας Μάιος·
- ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. λ. τριφύλλι·
- ο γαλλικός Μάης, τα γεγονότα που ξέσπασαν το μήνα αυτό του 1968 και που σχετίζονται με τη δυναμική εξέγερση των Γάλλων φοιτητών κατά του εκπαιδευτικού κατεστημένου της ανωτάτης παιδείας: «ο γαλλικός Μάης υπήρξε φωτεινό παράδειγμα για πολλές φοιτητικές νεολαίες»·
- ο Μάης του 1968, βλ. φρ. ο γαλλικός Μάης·
- πιάνω το Μάη, γιορτάζω στην εξοχή την Πρωτομαγιά: «φέτος πιάσαμε το Μάη με την οικογένειά μου στο λόφο του Σέιχ Σου»·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, από το ότι, οι πολλές βροχές που παρατηρούνται αυτόν το μήνα, είναι καταστρεπτικές για τη γεωργία.