μαγκούρα, η, ουσ. [<μσν. μαγκούριν <μτγν. μακκούρα]. 1. χοντρό μπαστούνι με γυριστή λαβή: «περπατούσε αργά ακουμπώντας πάνω στη μαγκούρα του». (Λαϊκό τραγούδι: με τα ρούχα τους τα σκούρα σβέρκοι και κοιλιές αράδα. Αχ, ν’ αρπάξω τη μαγκούρα και να δέρνω μια βδομάδα!).2. το μεγάλο και χοντρό πέος: «έχει μια μαγκούρα, που οι γυναίκες το σκέφτονται να πάνε μαζί του!»·
- μαγκούρα που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «μαγκούρα που σου χρειάζεται, που φέρεσαι έτσι άσχημα στους γονείς σου!». Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- ξύνεται στου τσομπάνη τη μαγκούρα, βλ. λ. τσομπάνης.