μάγια,
τα, ουσ. [<μσν. μάγεια <αρχ. ἡ
μαγεία], κακόβουλη πράξη, που, με τη χρησιμοποίηση διάφορων συμβολικών
αντικειμένων, χειρονομιών ή λόγων, επιδιώκεται η επιρροή επάνω σε κάποιον
άνθρωπο ή η καταστροφή του, καθώς και αυτά τα συμβολικά αντικείμενα, οι
χειρονομίες ή τα λόγια που χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν το σκοπό: «τα μάγια είναι
διαβολικά καμώματα». (Λαϊκό τραγούδι: να πετάξουμε τα μάγια μες τη
θάλασσα και το δέχτηκες καλή μου και παλάβωσα)·
-
δένω με μάγια, επιβάλλομαι σε κάποιον, τον κάνω υποχείριό μου,
χρησιμοποιώντας κακόβουλα διάφορα συμβολικά αντικείμενα, χειρονομίες ή λόγια:
«τον έδεσε με μάγια, η άτιμη, και τον έχει κάνει να τρέχει πίσω της σαν
σκυλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: μάγια σου ’χω κάνει μία νύχτα με φεγγάρι, μάγια μάγια
σ’ έχω δέσει και κανείς δε θα σε πάρει)· βλ. και φρ. κάνω μάγια·
-
έπιασαν τα μάγια, είχε το ποθούμενο αποτέλεσμα για αυτόν που τα
επιδίωξε, γι’ αυτόν που τα έκανε: «δεν ήθελε να τη δει, αλλά απ’ τη στιγμή που
άρχισε να τη λατρεύει, πάει να πει πως έπιασαν τα μάγια που του ’κανε». (Λαϊκό
τραγούδι: ν’ ανάψουνε και να καούν, πως έκαψαν και μένα, τα μάγια να της
πιάσουνε,να σέρνεται στα ξένα)·
-
κάνω μάγια, χρησιμοποιώ κακόβουλα διάφορα συμβολικά αντικείμενα,
χειρονομίες ή λόγια, για να επιβληθώ επάνω σε κάποιον ή για να τον καταστρέψω ή
για να τον επηρεάσω ερωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: μάγια μου
’χει κάνει μάνα, είναι μάγισσα, και στον κάβο της καρδιάς της εναυάγησα //
μάγια μάγια θα σου κάνω να μ’ αγαπήσεις, κι όποιον γνώρισες ως τώρα, να
τον αφήσεις)· βλ. και φρ. κάνω μαγικά, λ. μαγικός·
-
λύθηκαν τα μάγια, με την κατάλληλη διαδικασία, διαλύθηκε η κακόβουλη
επιρροή που είχε κάποιος σε κάποιον: «πήγε σε μια ξεματιάστρα και με τα διάφορα
μαγικά της λύθηκαν τα μάγια που του ’καναν»·
-
λύνω τα μάγια, χρησιμοποιώ διάφορα συμβολικά αντικείμενα, χειρονομίες ή
λόγια, για να απαλλάξω κάποιον από την κακόβουλη επιρροή κάποιου ή για να τον
γλιτώσω από την καταστροφή, ξεματιάζω: «υπήρχε μια γριούλα στην άκρη του
χωριού, που μπορούσε να του λύσει τα μάγια». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάω εκεί
στην Αραπιά, που μ’ έχουνε μιλήσει, για μια μεγάλη μάγισσα τα μάγια να μου
λύσει)·
-
μάγια σε κάνανε! έκφραση έντονης απορίας για άτομο που ξαφνικά άρχισε να
συμπεριφέρεται ή να ενεργεί παράδοξα, παράλογα: «εσύ ήσουν μια χαρά παιδί,
μάγια σε κάνανε και στράβωσες τόσο απότομα!»·
-
ξέρω μάγια, έχω την ικανότητα να χρησιμοποιώ διάφορα συμβολικά
αντικείμενα, χειρονομίες ή λόγια, με σκοπό να επιβληθώ κακόβουλα πάνω σε
κάποιον ή να του κάνω κακό: «απ’ τη μέρα που έμαθαν πως ξέρω μάγια, δε μου πάει
κόντρα κανένας». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το να κάνω.
-
τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω.