λύπηση, η, ουσ. [<μσν. λύπηση], η λύπηση·
- είναι για λύπηση, είναι αξιολύπητος: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, είναι για λύπηση». Συνών. είναι για λυπημό ή είναι του λυπημού.