αμυγδαλές, οι, ουσ. [πλ. του αρχ. ουσ. ἀμυγδαλῆ], αδένες σε σχήμα αμυγδάλου, που βρίσκονται στη βάση του ουρανίσκου, κοντά στην είσοδο του φάρυγγα: «κάθε φορά που κρυολογώ, πρήζονται οι αμυγδαλές μου». Πολλές φορές, από άγνοια ή από παραδρομή της γλώσσας ακούγεται αμυγδαλιές·
- έχει τις αμυγδαλές της, βλ. φρ. το κάνει για τις αμυγδαλές της·
- έχω αμυγδαλές ή έχω τις αμυγδαλές μου, πάσχω από αμυγδαλίτιδα: «δεν κάνει να πίνω κρύο νερό, γιατί έχω τις αμυγδαλές μου»·
- το κάνει για τις αμυγδαλές της, ειρωνική έκφραση για γυναίκα που της αρέσει πολύ ο στοματικός έρωτας: «ελάτε, ρε παιδιά, μην την παρεξηγείτε τη γυναίκα που γουστάρει τόσο πολύ το τσιμπούκι, αφού το κάνει για τις αμυγδαλές της!».